Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Πόλις, πολίτης, οπλίτης στην αρχαία Ελλάδα. - Μυθαγωγία


 Πόλις, πολίτης, οπλίτης στην αρχαία Ελλάδα.

Πηγή: Μυσταγωγία, Μυθαγωγία, Φυσιολατρεία https://www.facebook.com/share/1Bwzq96haN/


Στην αρχαία Ελλάδα, η πόλις – πέρα από το να δηλώνει το φυσικό ή οχυρωμένο τείχος– σήμαινε κυρίως το οργανωμένο σύνολο των κατοίκων με κοινές θρησκευτικές, νομικές και πολιτικές δομές. Ο πολίτης (πολίτης: πολίτης < πόλις) ήταν εκείνος που κατείχε πλήρη νομικά και πολιτικά δικαιώματα: συμμετοχή στη συνέλευση (ἐκκλησία), δυνατότητα εκλογής αξιωμάτων και πρόσβαση σε δικαστικά σώματα. Η ταυτότητα του πολίτη δεν ταυτιζόταν απλώς με τη διαμονή σε μια πόλη, αλλά με την ενεργό ενασχόληση στα κοινά και την υπεράσπιση της πόλεως.


Τα πολιτικά δικαιώματα ως θεμέλιο του δημόσιου βίου.


Τα δικαιώματα ψήφου (δικαίωμα ἐπιψήφισης και ἀποψήφισης) και υποψηφιότητας στα αξιώματα καθόριζαν ποιοι μπορούσαν να συμβάλλουν στη λήψη αποφάσεων. Η ισονομία (νομιμότητα όλων των πολιτών) και η ισοπολιτεία (ισοπολιτεία όλων απέναντι στους νόμους) ήταν ιδανικά τελείως συνδεδεμένα με την έννοια της πόλης‐κράτους ως κοινότητας ενεργών πολιτών. Όποιος απέφευγε τα κοινά δεν απαρτιζόταν στο σώμα του πολιτεύματος, αφήνοντας τους άλλους να αποφασίζουν για λογαριασμό του.


Ο εξοστρακισμός: η ψήφος ως εργαλείο ισχύος.


Στην κλασική Αθήνα, ο ἐξοστρακισμός ήταν διαδικασία με την οποία, μέσω ετήσιας ψηφοφορίας στην ἐκκλησία του δήμου, πολίτης μπορούσε να απωλέσει την πολιτική του ύπαρξη για δέκα χρόνια. Για να επιτευχθεί εξορία, έπρεπε πάνω από 6.000 πολίτες να εγγράψουν το όνομα του «ύποπτου» σε λακωνίσκους (κεραμικούς πήλινους θραύσματα – ὠστρακίδια). Ο εξοστρακισμός μαρτυρεί την ακαριαία και θεσμικά κατοχυρωμένη δύναμη της ψήφου: το πλήθος των πολιτών μπορούσε να απενεργοποιήσει ακόμη και τους ισχυρότερους, προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο την ελευθερία της πόλης από τυραννικές επιβουλές.


Πολίτης και ὁπλίτης.


Ο πολίτης ήταν ταυτοχρόνως πολίτης και ὁπλίτης («ὁπλίτης»: αυτός που φέρει ὅπλον, δηλαδή δόρυ και ἀσπίδα). Στον στρατιωτικό σχηματισμό της φάλαγγας (σφενδόνη), ο κάθε ὁπλίτης υπερασπιζόταν την πόλη με το ίδιο του το σώμα· τα όπλα του ήταν το δόρυ και η ασπίδα. Αναλογικά, η ψήφος ονομαζόταν «ὅπλον τοῦ πνεύματος»· μέσω αυτής ο πολίτης διαφύλασσε το πολίτευμα και τα δικαιώματά του. Όπως ο ὁπλίτης στήνει το τείχος με τις ασπίδες του, έτσι και ο ενεργός πολίτης στήνει την ελευθερία με τις ψήφους του.


Ο όρος idiot και η γλωσσική του διαδρομή.


Στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια, ἰδιώτης ήταν ο ιδιώτης, δηλαδή ο «ιδιωτεύων», ο μη μετέχων στα δημόσια. Καθώς το Ελληνικό λεπτό διαχωρισμό μεταξύ δημόσιου (κοινά) και ιδιωτικού έγινε αντικείμενο μελέτης στη Ρωμαϊκή και μεσαιωνική γραμματεία, ο όρος πέρασε στα λατινικά idiota με την έννοια του μη εκπαιδευμένου, άσχετου με τα επιστημονικά και πολιτικά ζητήματα. Από τα λατινικά εισήχθη στα γαλλικά και στα αγγλικά ως idiot, αποκτώντας τελικά την απόλυτα αρνητική σημασία «ηλίθιος», «ανόητος». Η σημασιολογική αλλαγή αντικατοπτρίζει τη μεσαιωνική αντίληψη ότι όποιος δεν ενδιαφέρεται να μάθει και να συμμετάσχει στο δημόσιο βίο στερείται κρίσης και αυτονομίας.


Από τα παραπάνω προκύπτει πως στην αρχαία Ελλάδα, ο πραγματικός πολίτης ήταν αυτός που συνδύαζε το όπλο με τη λέξη, τον ασπιδίτη ὁπλίτη με τον λόγιο στη βουλή. Η έννοια του ἰδιώτη ως «μη πολιτευόμενου» αποκάλυψε το βάθος της πολιτικής συνείδησης: η απουσία από τα κοινά ισοδυναμεί με απώλεια ελέγχου της μοίρας του. Μέσω θεσμών όπως η ἐκκλησία, η βουλή, ο νόμος και ο εξοστρακισμός, η αρχαία πόλις-κράτος ανέδειξε τη σημασία των δικαιωμάτων και της πολιτικής δράσης, καθιστώντας τη ψήφο όπλο ισχυρό όσο και το δόρυ και την ασπίδα.


----------------------------------------------------------


Polis, Polítis, Hoplítis in Ancient Greece,


In Ancient Greece, the polis – beyond denoting the natural or fortified wall – primarily meant the organized community of inhabitants bound by common religious, legal, and political structures. The polítis (“citizen”: polítis < polis) was one who held full legal and political rights: participation in the assembly ( ekklēsía ), eligibility for public office, and access to judicial bodies. A citizen’s identity was not simply tied to residing in a city, but to active engagement in public affairs and the defense of the polis.


Political Rights as the Foundation of Public Life.


The rights of voting (the rights of epipsēphísis and apopsēphísis) and of candidacy for office determined who could contribute to decision‑making. Isonomía (equality of all citizens before the law) and isopoliteía (equal political status before the laws) were ideals deeply connected to the concept of the city‑state as a community of active citizens. Anyone who shunned public affairs was no longer part of the constitutional body, leaving others to decide on their behalf.


Ostracism: The Vote as an Instrument of Power.


In Classical Athens, ostracism ( exostrakismós ) was a process by which, through an annual vote in the ekklēsía of the dēmos (people), a citizen could lose political existence for ten years. To exile someone, over six thousand citizens had to inscribe the suspect’s name on potsherds (laconískoi or ōstrakídia). Ostracism demonstrates the immediate and institutionally guaranteed power of the vote: the citizen body could neutralize even the most powerful, thus protecting the city’s freedom from tyrannical threats.


Citizen and Hoplite.


A polítis was at the same time a citizen and a hoplítis (“hoplite”: one who bears hóplon – spear and shield). In the phalanx formation (sphalíngxis), each hoplite defended the city with his own body; his weapons were the spear and shield. Analogously, the vote was called the “hóplon of the mind”; through it, the citizen safeguarded the constitution and his rights. Just as the hoplite formed the wall with his shields, so the active citizen built freedom with his votes.


The Term Idiot and Its Linguistic Journey.


In the Archaic and Classical periods, idiṓtēs meant the private individual – the one “engaged in private affairs,” not in public life. As the Greek distinction between public (koiná) and private became studied in Roman and medieval writings, the term passed into Latin as idiōta with the sense of uneducated or ignorant of scholarly and political matters. From Latin it entered French and English as idiot, ultimately acquiring the exclusively negative meaning “fool” or “stupid.” This semantic shift reflects the medieval view that one who does not care to learn and participate in public life lacks judgment and autonomy.


Conclusion.


From the above, it emerges that in Ancient Greece the true citizen was one who combined weapon and word, the shield‑bearing hoplite with the speaker in the assembly. The concept of idiṓtēs as “non‑participant” revealed the depth of political consciousness: absence from public affairs was tantamount to losing control of one’s fate. Through institutions such as the ekklēsía, the boulḗ (council), the law, and ostracism, the ancient city‑state highlighted the significance of rights and political action, making the vote a weapon as powerful as spear and shield.