Sunday, December 22, 2013

Ύμνος Πρόκλου - Εις Αθηνάν Πολυμήτιν




Ύμνος Πρόκλου - Εις Αθηνάν Πολυμήτιν 

 «Εισάκουσε με, τέκνο του ασπιδοφόρου Διός, 
που ξεπήδησες από την πηγή του γεννήτορα και από την κορυφή της σειράς, 
αντρόψυχη, ασπιδοφόρα, μεγαλοδύναμη, κόρη του ισχυρού πατέρα, 
Παλλάδα, Τριτογένεια, χρυσόκρανη εσύ που κραδαίνεις το δόρυ, 
εισάκουσέ με. 
 
Δέξου, δέσποινα, τον ύμνο με διάθεση ευμενή 
και μην αφήσεις ποτέ έτσι τα λόγια μου στο έλεος των ανέμων, 
εσύ που άνοιξες τις θεοπάτητες πύλες της σοφίας 
και δάμασες τα φύλλα των χθόνιων Γιγάντων που πολέμησαν τους θεούς. 
εσύ που αποφεύγοντας τον πόθο του ερωτοχτυπημένου Ηφαίστου 
διαφύλαξες το αδάμαστο χαλινάρι της παρθενίας σου. 
 
Εσύ που στον αιθέρα έσωσες ακέραιη την καρδιά του βασιλέα Βάκχου, 
ο οποίος κάποτε σπαράχτηκε από τα χέρια των Τιτάνων, 
και την πήρες και την έφερες στον πατέρα, 
για να ξαναγεννηθεί στον Κόσμο ένας νέος Διόνυσος από την Σεμέλη 
σύμφωνα με τις άρρητες βουλές του πατέρα. 
 
Εσύ που το τσεκούρι σου, αφού έκοψε σύρριζα τα θηριώδη κεφάλια, 
σταμάτησε τη γένεση των παθών της παντεπόπτριας Εκάτης. 
 
Εσύ που αγάπησες τη σεβαστή δύναμη των αρετών που αφυπνίζουν τους θνητούς. 
 
Εσύ που στόλισες ολόκληρη τη ζωή με πολύμορφες τέχνες 
βάζοντας μέσα στις ψυχές νοητική δημιουργία. 
 
Εσύ που έλαβες την Ακρόπολη στην ψηλόκορφο βράχο, 
σύμβολο, δέσποινα της κορυφής της μεγάλης σου σειράς. 
 
Εσύ που αγάπησες την αντροθρέφτρα γη, τη μητέρα των βιβλίων, 
αντιστεκόμενη στον ιερό πόθο του πατραδελφού σου, 
και έδωσες στην πόλη να έχει το όνομα και την ευγενή σοφία σου. 
 
Εκεί, κάτω από τις παρυφές της κορφής του βουνού 
έκανες να βλαστήσει μια ελιά, 
σημάδι της μάχης ολοφάνερο για τους μεταγενέστερους. 
Τότε με την καθοδήγηση του Ποσειδώνα 
ένα τεράστιο κύμα που σηκώθηκε από την θάλασσα 
έπεσε πάνω στους απογόνους του Κέκροπα, 
πλήττοντας τα πάντα με τα πολυτάραχα νερά του.
Εισάκουσέ με, 
εσύ που ακτινοβολείς αγνό φώς από το πρόσωπο σου. 
 
Δώσε μακάριο λιμάνι σε μένα που περιπλανιέμαι περί γαία, 
δώσε στην ψυχή μου αγνό φως, σοφία και έρωτα από τους ιερούς μύθους σου. 
 
Έμπνευσε στον ερωτά μου τόση και τέτοια δύναμη, 
ώστε από τους κόλπους της γης να με τραβήξει και πάλι προς τον Όλυμπο, 
στην κατοικία του πατέρα σου. 
 
Κι αν κάποιο βαρύ σφάλμα της ζωής μου με δαμάζει – 
γιατί γνωρίζω ότι μαστίζομαι από πολλές, κάθε φορά διαφορετικές, 
ανόσιες πράξεις, τις οποίες διέπραξα με ασύνετο θυμό – , 
λυπήσου με, θεά με την γλυκιά βουλή, 
Σώτειρα των θνητών, 
και μη με αφήσεις να γίνω λάφυρο και έρμαιο 
των τρομερών Ποινών πεσμένο στο έδαφος. 
Γιατί καυχιέμαι ότι ανήκω σε σένα. 
 
Δώσε στα μέλη μου σταθερή και αβασάνιστη υγεία, 
και διώχνε τις αγέλες των πικρών νόσων που λειώνουν τη σάρκα, 
ναι ικετεύω, βασίλισσα, 
και με το αθάνατο χέρι σου σταμάτα όλη την αθλιότητα των μαύρων πόνων. 

Δώσε στο ταξίδι της ζωής μου ήπιους ανέμους, 
παιδιά, σύζυγο, κλέος, λατρευτή χαρά, πειθώ, συζητήσεις με φίλους, 
εύστροφο νου, δύναμη εναντίον των εχθρών, εξέχουσα θέση μεταξύ του λαού. 

Εισάκουσέ με, εισάκουσε με, βασίλισσα. 
Ενώπιον σου προσέρχομαι με θερμές ικεσίες λόγω επιτακτικής ανάγκης. 
Κι εσύ εισάκουσέ με με ευμένεια.  -

Αρχαίο κείμενο

Κλθί μευ, αγιόχοιο Δις τέκος, 
γενετρος πηγς κπροθοροσα κα κροτάτης π σειρς· 
ρσενόθυμε, φέρασπι, μεγασθενές, βριμοπάτρη, 
Παλλάς, Τριτογένεια, δορυσσόε, χρυσεοπήληξ, 
κέκλυθι· 
δέχνυσο δ μνον ύφρονι, πότνια, θυμ
μηδ ατως νέμοισιν μόν ποτε μθον άσς, 
σοφίης πετάσασα θεοστιβέας πυλενας 
κα χθονίων δαμάσασα θεημάχα φλα Γιγάντων· 
πόθον φαίστοιο λιλαιομένοιο φυγοσα 
παρθενίης φύλαξας ἑῆς δάμαντα χαλινόν· 
κραδίην σάωσας μιστύλλευτον νακτος αθέρος 
ν γυάλοισι μεριζομένου ποτ Βάκχου Τιτήνων π χερσί, 
πόρες δέ πατρ φέρουσα, φρα νέος βουλσιν π ρρήτοισι τοκος 
κ Σεμέλης περ κόσμον νηβήσ Διόνυσος· 
ς πέλεκυς, θήρεια ταμν προθέλυμνα κάρηνα, 
πανδερκος κάτης παθέων ηνησε γενέθλην· 
κράτος ραο σεμνν γερσιβρότων ρετάων· 
βίοτον κόσμησας λον πολυειδέσι τέχναις δημιοεργείην νοερν ψυχασι βαλοσα· 
λάχες κροπόληα καθ ψιλόφοιο κολώνης, 
σύμβολον κροτάτης μεγάλης σέο, πότνια, σειρς· 
χθόνα βωτιάνειραν φίλαο, μητέρα βίβλων, 
πατροκασιγνήτοιο βιησαμένη πόθον ρόν, 
ονομα δ στεϊ δκας χειν σέο κα φρένας σθλάς· 
νθα μάχης ρίδηλον π σφυρν ορεος κρον σμα 
κα ψιγόνοισιν νεβλάστησας λαίην, 
ετ π Κεκροπίδσι Ποσειδάωνος ρωγ μυρίον κ πόντοιο κυκώμενον λυθε κμα, 
πάντα πολυφλοίσβοισιν ος εέθροισιν μάσσον. 
κλθί μευ, 
 
φάος γνν παστράπτουσα προσώπου· 
δς δέ μοι λβιον ρμον λωομέν περ γααν, 
δς ψυχ φάος γνν π ειέρων σέο μύθων κα σοφίην κα ρωτα· 
μένος δ μπνευσον ρωτι τοσσάτιον κα τοον, 
σον χθονίων π κόλπων α ρύσ πρς λυμπον ς θεα πατρς ἐῆος. 
ε δέ τις μπλακίη με κακ βιότοιο δαμάζει – 
οδα γάρ, ς πολλοσιν ρίχθομαι λλοθεν λλαις πρήξεσιν οχ σίαις, 
τς λιτον φρονι θυμ -, λαθι, μειλιχόβουλε, σαόμβροτε, 
μηδέ μ άσς ιγεδανας Ποινασιν λωρ κα κύρμα γενέσθαι κείμενον ν δαπέδοισιν, 
τι τες εχομαι εναι. δς γυίοις μελέων σταθερν κα πήμον γείην, 
σαρκοτακν δ πέλαυνε πικρν γελάσματα νούσων,
 ναί, λίτομαι, βασίλεια, 
κα μβροσί σέο χειρ πασον λην κακότητα μελαινάων δυνάων. 
δς βιότ πλώοντι γαληνιόωντας ήτας, 
τέκνα, λέχος, κλέος, λβον, υφροσύνην ρατεινήν, πειθώ, στωμυλίην φιλίης, 
νόον γκυλομήτην, κάρτος π ντιβίοισι, προεδρίην ν λαος. 
κέκλυθι, κέκλυθ
νασσα· πολύλλιστος δέ σ κάνω χρειο ναγκαί· 
σ δ μείλιχον οας πόσχες».